- πολυπόρευτος
- πολυπόρευτοςmuch-travelledmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυπόρευτος — ὁ, ΜΑ αυτός από τον οποίο περνούν πολλοί, πολυσύχναστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πορευτός (< πορεύω), πρβλ. μακρο πόρευτος] … Dictionary of Greek
πολυπόρευτον — πολυπόρευτος much travelled masc/fem acc sg πολυπόρευτος much travelled neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυπορεύτοις — πολυπόρευτος much travelled masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύστειβος — ον, Α (κατά τον Φώτ.) αυτός στον οποίο πατούν, δηλ. πορεύονται, πολλοί, πολυπόρευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στείβω «πατώ, καταπατώ, βαδίζω»] … Dictionary of Greek
πολύστεινος — ον, Α (κατά τον Φώτ.) ο πολυπόρευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί πολύστειβος] … Dictionary of Greek